- -άς
- κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς, κρασάς, μυλωνάς, σιδεράς, ψαράς, ψωμάς, ωρολογάς κ.ά. Δηλώνει επίσης επιτακτικά ή μεγεθυντικά χαρακτηριστικά ή ιδιότητες προσώπων (πρβλ. γυναικάς, κεφαλάς, μαγουλάς, μυτάς, χειλάς κ.ά. Η κατάληξη αυτή ανάγεται στην αρχαία κατάληξη -ᾱς της κλασικής περιόδου, η οποία προήλθε από προσηγορικά αρσενικά σε -έας. Τέτοια ουσιαστικά σχηματίστηκαν σύμφωνα προς τα κύρια υποκοριστικά ονόματα σε -ᾱς (γεν. -ᾱδος, σπάνια -ά), που αρχικά χαρακτήριζαν μόνο την Ιωνική, στην οποία απαντούσαν συχνά από τους αρχαιότατους χρόνους (πρβλ. Αντιπάς, Κακράς κ.ά.). Στην Αττική και σε άλλες διαλέκτους εμφανίζονται σπάνια, μόνο δε από τη Ρωμαϊκή περίοδο και εξής γίνονται πολύ κοινά (πρβλ. Ἀγαθᾱς, Ἀριστᾱς, Δημᾱς, Δωρᾱς κ.ά.), σχηματίζοντας τη γεν. σε -ᾱ. Πολλά απ' αυτά τα κύρια ονόματα έχουν δημώδη χαρακτήρα (δηλώνουν συνήθως οικειότητα) και έχουν προέλθει από σύντμηση άλλων συνθέτων ονομάτων (πρβλ. Νικομᾱς από Νικομήδης, Μηνᾱς από Μηνόδωρος κ.ά.). Άλλη βάση σχηματισμού των ονομάτων σε -ᾱς είναι οι αττικές ονομασίες πουλιών (πρβλ. στον Αριστοφάνη ἀτταγᾱς, βασκᾱς, ἐλασᾱς, ἐλεᾱς, κατωφαγᾱς) καθώς και τα παρωνύμια του καθημερινού λόγου, που είναι κυρίως χλευαστικές προσωνυμίες ανθρώπων, πολλές από τις οποίες αναφέρονται σε χαρακτηριστικές ιδιότητες πουλιών (πρβλ. φαγᾱς, καταφαγᾱς, κορυζᾱς, ἀργᾱς, μαρικᾱς). Οι δύο αυτές κατηγορίες από κοινού συνετέλεσαν στην ταχεία διάδοση της καταλήξεως στους μτγν. χρόνους και ιδιαίτερα στη μεσαιωνική και νέα Ελληνική, όπου έλαβε μεγάλη επίδοση.
Dictionary of Greek. 2013.